25.2.10



Tι να πω; Γέμισαν οι λέξεις μαχαίρια

και δόντια κοφτερά και νύχια

να γδάρουν τις συνήθειες του νου

κι εμένα την ίδια αν είναι δυνατόν

ν΄ απαρνηθούν τη Μάνα

κι άσωτη αλήτικη ζωή να διασκεδάζουν

τις μεταμεσονύχτιες στιγμές τους

και τις φανφάρες των απόηχων 

ανδρών επιφανών.

Πάσα γη τάφος για 'μένα.


Ν.Μ.Σ.

25.2.2010





















































20.2.10




Πόσες φορές ακόμα; Η καρδιά μου ξεπηδά όλο χαρά, από το στήθος. Κι ύστερα θυμώνω, βρίζω, ΣΕ βρίζω, γιατί έμαθα να μη χαρίζομαι πια σ' ανθρώπους. Θυμάσαι που σου το 'πα; Κι εσύ μεταμορφώνεσαι ξανά, σε μια τεράστια φασολιά και με παγιδεύεις. Τυλίγεσαι επάνω μου. Με πνίγεις. Με ακινητοποιείς. Κι ασελγείς ξανά και ξανά στην ψυχή μου, ενώ ψιθυρίζεις κοντά στ' αυτί, ακαθόριστες προτάσεις, ερωτικά καλέσματα και παρενοχλήσεις σεξουαλικές. Κι όταν τελειώνεις, κουλουριάζεσαι. Γίνεσαι μια τόση δα πράσινη κλωστή κι ομολογείς. "Εγώ φταίω." 
Δεν έχω αποθέματα συγχώρεσης. "Λυπάμαι". Κι έτσι γλείφω την άκρη σου και μ' επιδέξιες κινήσεις, σε περνάω απ' την τρύπα, σφίγγω τα δόντια και ράβω το στόμα μου για πάντα...Ή για λίγο ακόμα.















































17.2.10





Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ. Θα 'θελα να 'χα το δωμάτιο με την ηχομόνωση, που πάντα ονειρευόμουν και να ουρλιάζω σαν τρελή, μήπως και βγεις από μέσα μου. Σε μισώ, γιατί με κάνεις να μισώ τον εαυτό μου. Να χάνω την αξιοπρέπειά μου, ακόμη και ν' αμφιβάλλω για την αντίληψή μου. Δεν είμαι τρελή. Είναι που τη μια ντύνεσαι πλημμυρίδα και με σκεπάζεις και την άλλη άμπωτη και μου τραβάς όλη τη ζέστη. Δεν θέλω να ιδρώνω πια. Έχω πετάξει από χθες την κουβέρτα και τις πυζάμες. Γρονθοκοπώ το στρώμα και σε μισώ. Σε μισώ, που με το μισό μου παίζεις. Σε μισώ μ' όλο το μίΣΟΣ που γεννάει η ψυχή μου. Σώσε την ψυχή μου...
Αλλά αυτό, όπως λες, είναι δική μου δουλειά. 









Σε μισώ.
































12.2.10



Πρώτη Θέση (Προς Απάθεια)


Βλέπω τα μάτια μου λευκά

μέσα στο τζάμι

και τα χέρια μου πονούν, από το κρύο. 

Πάνε μέρες που ταξιδεύω προς Απάθεια,

στην πρώτη θέση.

Προνόμιο να μη σ' αγγίζει η βροχή,

ενώ τα σύννεφα χορεύουν από πάνω.

Κοιτώ στον αυτοσχέδιο καθρέφτη,

μια χαρούμενη και νεαρή κοπέλα,

ενώ γελώ, σα να μου τράβηξε νυστέρι,

τις άκρες των χειλιών.

Έξω ο κόσμος μου περνά,

πιο βιαστικά κι από το φως.

Έμαθαν τον τρόπο οι μισοί,

ν' αναπαύονται μοιραίως στην κραυγή τους

κι άλλοι μισοί στ' αλήθεια να γελούν.

Δεν περιφρόνησα καμιά επιθυμία,

ούτε ναυάγησα τους θησαυρούς μου.

Μα να που εδώ, στο δρόμο προς Απάθεια,

φτηνές θέσεις νοσταλγώ 

κι αναπολώ σταγόνες.


12.2.2010

Ν.Μ.Σ.
































Με κυνηγάς κι εγώ φεύγω. 

Πάλι

και πάλι 

και πάλι 

και πάλι 

και πάντα.




























Κι όταν έρχομαι, φοβάσαι.


































11.2.10



“Ποιος θάνατος έχει γραφτεί για 'μας;”, ρωτάς.

Mα ποιος να απαντήσει;

Άγνωστοι φύλακες εμείς, 

σ' ατέρμονο παιχνίδι μοναξιάς

κι οι φίλοι χέρια που φυτρώνουνε στους ώμους

και ριζώνουνε στη γη.

Κι εσένα, 

που στα χαμένα κρύφτηκες δειλά, 

να σε ξεχάσουν,

ποιος σε θυμάται πια;


10.2.2010

N.Μ.Σ.









































9.2.10




Σημαδεμένων Ανθρώπων


Τα βήματά μου σημαδεύουνε τους δρόμους.

Αφήνουν βαθουλώματα,

που η βροχή γεμίζει.

Κι η απουσία, 

παρουσία γίνεται, σε φόντο γκρι.

Οι ψιχάλες τραγουδούν 

λυπητερούς σκοπούς,

μα δεν αγιάζουνε τα μέσα των ανθρώπων.

Ο πόλεμος καλά κρατεί,

ανάμεσα σ' οπές κι οβίδες.

Αλλά δεν ξέρω ποιος δηλώνει νικητής.

Μόνο τις σόλες μου κοιτώ,

σημαδεμένες απ' τους δρόμους.


9.2.2010

Ν.Μ.Σ.
























































8.2.10



Η ζωή συνεχίζεται.





























Εντάξει;







































6.2.10



Ειμαρμένη


Ψυχή παιδιού 

σε μεγαλοπρεπές κορμί γυναίκας.

Άγνωστη πτυχή γι' αυτούς που το χαϊδεύουν.

Ντύνεται Λαγνεία,

πιάνει πίσω τα μαλλιά

και περιφέρεται τις νύχτες.

Αν σιωπήσεις, 

θ' ακούσεις ένα μακρόσυρτο εγώ,

να ζητιανεύει σε μολυσμένες ατραπούς.

Παιδί 

που θέλει να γευτεί καραμέλα, 

σε γεύση μέντας.

Να καθαρίσει το στόμα και το σώμα.


“Έκαστος εφ' ω ετάχθη,

από χέρι θεϊκό ή απ' τη Λάχεση”,

ψιθυρίζεται στους κύκλους της.


5.2.2010

Ν.Μ.Σ.