25.4.10



Γενικά  παράσιτο  στη Βιολογία χαρακτηρίζεται οργανισμός (ζωικός ή φυτικός) που ζει και αναπτύσσεται μαζί και σε βάρος άλλου οργανισμού, που χαρακτηρίζεται  ξενιστής , από τον οποίο και τρέφεται με τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες ... Τα παράσιτα από βιολογική άποψη διακρίνονται σε μονοξενικά (που παραμένουν σ΄ ένα ξενιστή) και σε πολυξενικά (όταν στη διάρκεια της ζωής τους εναλλάσσουν ξενιστές). Επίσης διακρίνονται και σε προαιρετικά ή υποχρεωτικά τα οποία και επιφέρουν μια σειρά από επιπτώσεις, που μπορεί να είναι η ελάχιστη πρόκληση βλάβης στον ξενιστή που συνεχίζει να ζει και ν΄ αναπαράγεται φυσιολογικά, που καταχρηστικά λέγονται αβλαβή, σε αντιδιαστολή εκείνων που μπορεί να επιφέρουν ακόμη και τον θάνατο του ξενιστή, που λέγονται επιβλαβή ή επικίνδυνα. Μεταξύ ξενιστή και παρασίτου μπορεί να υπάρξει συνεξέλιξη (ταυτόχρονη εξέλιξη μη συγγενών οργανισμών λόγω ιδιαίτερου δεσμού που συμβαίνει μεταξύ τους).

(από Βικιπαίδεια)







































16.4.10


Νεκρές εκφράσεις

Έχω μεθύσει απ' το κρασί 

και στην υγρή μελαγχολία,

δεν θυμάμαι,

πόσες φορές σε άλλαξα στους ρόλους. 

Αφού δε μ' ερωτεύτηκες ποτέ,

ξερίζωσε τον πόθο απ' τα μάτια

και ξέμπλεξε τα χέρια απ' τα μαλλιά μου.


Και τελικά,

τι σε νοιάζει κι αν χάσουν οι λέξεις το σκοπό τους;


Όσα αρνήθηκες να πεις,

νεκρές εκφράσεις

και σκέψεις σκουριασμένες,

ξεχαρβαλωμένων αλυσιδωτών αντιδράσεων.

Κι εγώ η αναποφάσιστη,

ας προσπαθώ να ισορροπήσω σε τακούνια,

τη λειψή μου αξιοπρέπεια,

σε κάθε πρώτο μας φιλί.


14.4.2010

Ν.Μ.Σ.





























12.4.10




Αν παίζεις τέτοιους ρόλους
 μωρό μου
μάθε να αντιμετωπίζεις και τις συνέπειες...



















...με αξιοπρέπεια.

















































10.4.10



Μαρία


Δάχτυλα πετρωμένα και το πλευρό μισό,

με υποψία ελπίδας.

Ό,τι γράφτηκε ν' αγγίξω,

χρυσός ή στάχτες ·

κι όλα τα καλοκαίρια μου χιονίζει.

Δεν σταματά ποτέ η πτώση στον γκρεμό μου

κι ας μ' είπε κάποτε ο παπάς Μαρία.


10.4.2010

Ν.Μ.Σ.















































6.4.10


Άνοιξη κι οι πεταλούδες ήρθαν πάλι, να χορέψουν ανεβοκατεβαίνοντας στο στομάχι, το διάφραγμα, την καρδιά και πάλι πίσω. Όλα τα πρόσωπα σου τα 'δειξα. Θυμάμαι, γελάω κι απορώ με τον εαυτό μου και μ' εσένα. Πού ήμασταν; Πού είμαστε; 

Μετράω στα δάχτυλα τους αιώνες που περάσαμε μαζί κι αυτούς που περάσαμε χώρια και μπερδεύομαι. Δεν φτάνουν δυο χέρια να μετρήσω, δυο χέρια να σ' αγκαλιάσω, μια ζωή να τη ζήσω μαζί σου. 

Θυμάσαι; “Εμείς δεν τελειώνουμε ποτέ”.