12.2.10



Πρώτη Θέση (Προς Απάθεια)


Βλέπω τα μάτια μου λευκά

μέσα στο τζάμι

και τα χέρια μου πονούν, από το κρύο. 

Πάνε μέρες που ταξιδεύω προς Απάθεια,

στην πρώτη θέση.

Προνόμιο να μη σ' αγγίζει η βροχή,

ενώ τα σύννεφα χορεύουν από πάνω.

Κοιτώ στον αυτοσχέδιο καθρέφτη,

μια χαρούμενη και νεαρή κοπέλα,

ενώ γελώ, σα να μου τράβηξε νυστέρι,

τις άκρες των χειλιών.

Έξω ο κόσμος μου περνά,

πιο βιαστικά κι από το φως.

Έμαθαν τον τρόπο οι μισοί,

ν' αναπαύονται μοιραίως στην κραυγή τους

κι άλλοι μισοί στ' αλήθεια να γελούν.

Δεν περιφρόνησα καμιά επιθυμία,

ούτε ναυάγησα τους θησαυρούς μου.

Μα να που εδώ, στο δρόμο προς Απάθεια,

φτηνές θέσεις νοσταλγώ 

κι αναπολώ σταγόνες.


12.2.2010

Ν.Μ.Σ.