21.4.11




Την είδα να στέκεται στην έξοδο, κρατώντας στο ένα χέρι τη σπασμένη της ομπρέλα. Το βλέμμα της χαμένο στο κενό, κάπου ανάμεσα στις σκέψεις και τις ξεχειλισμένες με νερό λακούβες. Έβρεχε έξω και φυσούσε πολύ. Τυλίχτηκε στο παλτό της κι έβαλε το αριστερό χέρι στην τσέπη του. Θα στοιχημάτιζα ότι κατέστρεφε το κατακόκκινο μανικιούρ της, με μια ξεχασμένη φουρκέτα.
"Ποιοι χάρτες σου ζεστάνανε ξανά το μυαλό;
Ποιες θάλασσες στεγνώνουν στο μικρό σου κεφάλι;
Ποιος άνεμος σε παίρνει πιο μακριά από δω;
Πες μου, ποιο φόβο αγάπησες πάλι;"

Επιβιβάστηκε στο μισοάδειο αεροπλάνο. Ποιοι φεύγουν τέτοιες μέρες από 'δω, άραγε; Κάθισε στην θέση της, δίπλα στο παράθυρο και τοποθέτησε στο διπλανό κάθισμα τη σπασμένη ομπρέλα. Στο κάθισμα μετά το διάδρομο, μια ξανθιά κυρία στα πενήντα, που ήθελε να μοιάζει με τριαντάρα και στα πόδια του διπλανού της καθίσματος, μια φυλακισμένη γάτα.
Ο πιλότος επιτάχυνε κι εκείνη σίγουρα ήθελε να βρεθεί ψηλά, ελεύθερη, μακρυά, αφηνόντας πίσω ό,τι ονειρεύτηκε και πιο πολύ πόθησε στη ζωή της.
"Ποιος έρωτας σε σπρώχνει πιο μακριά από δω;
Πες μου, ποιο φόβο αγάπησες πάλι;"

Η γάτα έκλαιγε τόσο, που η αεροσυνοδός έκανε κάποιο σχόλιο για τις αναταράξεις. Εκείνη δεν ήθελε να κοιτάζει. Θα 'ταν σαν να εκτοξευόταν η ίδια στον ουρανό, τα θέλω της, το είναι της. Σαν να έπρεπε να πάρει αποφάσεις ή να τις είχε ήδη πάρει. Όταν έσβησε η φωτεινή ένδειξη για τις ζώνες, τα μάγουλά της γέμισαν δάκρυα. Πρόλαβα και την είδα, πριν φορέσει τα μεγάλα, σκούρα γυαλιά της.
"Το όνειρο που σ' έφερε μια μέρα ως εδώ,
σήμερα καίγεται, σκουριάζει και σε διώχνει.
Μια σε κρατάει στη γη, μια σε ξερνάει στον ουρανό,
το ίδιο όνειρο σε τρώει και σε γλυτώνει.

Θέλεις ξανά ν' αποτελειώσεις μοναχός,
ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει.
Κάτω απ' τα ρούχα σου ξυπνάει ο πιο παλιός θεός.
Μες τις βαλίτσες σου στριμώχνονται όλοι οι δρόμοι"

Φτάνοντας, πάτησε γερά το έδαφος και μπήκε πρώτη στο λεωφορείο για το αεροδρόμιο. Ναι, νομίζω πως ορκίστηκε πως από αύριο αρχίζει η νέα της ζωή. Η Ζωή, όπως την ονειρεύτηκε παιδί.

"Ποιες λέξεις μέσα σου σαπίζουν και δεν θέλουν να βγουν;
Ποια ελπίδα σ' οδηγεί στην πιο γλυκιά αυταπάτη;
Ποια θλίψη σε κλωτσάει πιο μακριά από παντού;
Πες μου, ποιος φόβος σε νίκησε πάλι;"