Μας ονειρεύτηκα. Είχαμε φύγει μακρυά. Εκεί που ποτέ δεν υπήρξε το χθες και δεν θα ξημερώσει το αύριο ποτέ.
Ήρθε το καλοκαίρι πρωί, στο roof garden του πολυκαταστήματος στη Φλωρεντία. Πίναμε καφέ, ατενίζοντας τη θέα. Με την φωτογραφική στο χέρι, όπως πάντα, με έβγαζες με φόντο την αψίδα κι εγώ έκρύβα το πρόσωπό μου και σου φώναζα, γιατί δεν έχω φωτογένεια κι ύστερα, όπως πάντα, πόζαρα σαν μοντέλο με την πιο πονηρή μου ματιά και τα μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο και
γελούσαμε πολύ.
Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη μεσημέρι, στο τρενάκι της Disneyland στο Παρίσι. Μου κρατούσες το χέρι να μη φοβάμαι κι εγώ ατρόμητη, το τραβούσα και γινόμασταν παιδιά και πάλι, καθώς σηκώναμε τα χέρια ψηλά κι αγγίζαμε τον ουρανό κι
ενθουσιαζόμασταν πολύ.
Κι ύστερα ήρθε το φθινόπωρο απόγευμα, σ' έναν άδειο δρόμο προς Εδιμβούργο, ανάμεσα στα λιβάδια με τα μεσαιωνικά κάστρα κι εμείς οδηγούσαμε ανάποδα και ρίχναμε συνωμοτικές ματιές ο ένας στον άλλο και τη σύγκρουση
φοβόμασταν πολύ.
Κι ύστερα ήρθε ο χειμώνας νύχτα, σε μια pub στο Δουβλίνο. Τυλιγμένοι στα παλτά μας, καθισμένοι στο μπαρ, ο μπάρμαν κερνούσε ποτά της περιοχής να ζεσταθούμε κι εμείς νιώθαμε το αλκοόλ να καίει τον οισοφάγο και την ατμόσφαιρα να πιάνει φωτιά κι
ερωτευόμασταν πολύ.
Και ξαφνικά, με άρπαξες από τη μέση και με κόλλησες στο κορμί σου να χορέψουμε μπλουζ κι εγώ αισθανόμουν τη ζέση κι όλο σου το είναι να εξαπλώνεται στο κέντρο μου. Κατακτητής, με κοίταζες και φλυαρούσε το χρώμα των ματιών μας κι όλα τα είπαμε, δίχως να κουνήσουμε τα χείλη. Όλα τα είπαμε, από την πρώτη μέρα της δημιουργίας, μέχρι εκείνη τη στιγμή και δεν αφήσαμε δευτερόλεπτο ζωής να μην υπάρχει στα ανείπωτα. Συστηθήκαμε ξανά και μετά βυθιστήκαμε βαθιά μέσα στον άλλο και δεν υπήρχε γύρω μας κανείς. Ήμασταν αιώνια χτισμένοι αγκαλιά, με την ελπίδα να ξυπνήσουμε μαζί και πνοή να δώσει ο ένας στον άλλον, φυσώντας την ψυχή στο στόμα.
Κι ύστερα ξύπνησα.
Κι ήξερα ότι πιο ελεύθερη απ' όλους είμαι – κι από 'σενα ακόμα, γιατί δεν φοβάμαι να αισθανθώ.
Ειλικρινής υπάρχω κι ελεύθερη να ζήσω κάθε όνειρο μαζί σου.