Προσμονή
Στα μίζερα σεντόνια ενός πόθου,
ασύλληπτα νεκρού,
κυλιέται η αγάπη.
Και βογγάει.
Λεκιασμένες ομολογίες,
στάχτη από στριφτά αντίδωρα
και δακρυγόνα
-της αναπλήρωσης καημοί-
τεμαχίζουν τις στιγμές.
Για να χωρέσουνε στις τσέπες,
για το χρόνο ψιχουλάκια, μη χαθούμε.
Μα ο δρόμος ποτισμένος με ιδρώτα.
Πάει καιρός που δεν ελπίζουμε σε θαύμα.
Άγγιξέ με.
Τελευταία ξέχασα πώς είναι ν' αναπνέεις.
1.1.2010
Ν.Μ.Σ.