Δεν θυμάμαι τι φορούσες. Θυμάμαι να παίζω με το μανίκι της ζακέτας μου -από αμηχανία- να σε κοιτώ με τα πιο σκούρα μάτια μου κι η φράντζα μου να προσπαθεί να κρύψει τα αισθήματα. “Δεν ξέρω τι είναι ο έρωτας”, μου είπες κι εγώ μες το λευκό κρασί μου, να οραματίζομαι τα μακριά σου δάχτυλα στο σώμα μου.
Κι όταν φύγαμε, θυμάμαι στη γωνία να ζητιανεύεις το φιλί μου κι εγώ ν' αρνούμαι να μπλεχτώ στα δίχτυα σου ξανά κι ύστερα, με το πιο λάγνο βλέμμα σου, να με υποτάσσεις, να μ' αρπάζεις απ' τη μέση, να με κολλάς στον τοίχο πίσω μου κι όλου του κόσμου τα παραμύθια να μου διηγείται η γλώσσα σου. (κάπως έτσι πέφτουν τα ώριμα φρούτα). Κι ύστερα να φεύγω, χωρίς να κοιτάζω πίσω, όπως πάντα κάνω.
Γι' αυτό με διάλεξες, το ξέρω. Κι εγώ σε διάλεξα γιατί αγαπάς, χωρίς να ερωτεύεσαι.
Θυμάμαι τους μήνες μετά, την επόμενη συνάντηση, τα μάτια με απορία για τις προθέσεις και τα σταυρωτά φιλιά στα μάγουλα. Κι ύστερα θυμάμαι να σε παγιδεύω στους μεγάλους κρίκους των αυτιών, να με λες “μωρό μου”, να φυτεύεις σαπουνάδα στα σημεία µου κι εγώ ηδονικά να μπήγω τα μεγάλα νύχια μου στο δέρμα σου.
Κι όταν φύγαμε, θυμάμαι στο αυτοκίνητο να με χαϊδεύεις και ξανά να ζητιανεύεις το φιλί κι εγώ το κεφάλι να γυρίζω και να ζητάω να κατέβεις.
Γι' αυτό με διάλεξες, το ξέρω. Κι εγώ σε διάλεξα γιατί μεταμορφώνεσαι σε φίλο, σ' εραστή κι ύστερα σε μια κουκίδα που δεν θυμάμαι αν υπήρξε καν στο χάρτη μου.